ακήρυκτος

ακήρυκτος
και -χτος, -η, -ο (Α ἀκήρυκτος, -ον)
αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος
2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος
3. φρ. «ακήρυκτος πόλεμος», πόλεμος, κατά τη διάρκεια τού οποίου δεν γίνονται δεκτοί κήρυκες με προτάσεις ειρήνης
4. επίρρ. ἀκηρύκτως
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων (πρβλ. και ἀκηρυκτεί, ἀκηρυκτί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κηρύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηρυκτεί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκήρυκτος — unannounced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρύκτως — ἀκήρυκτος unannounced adverbial ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήρυκτον — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc sg ἀκήρυκτος unannounced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρύκτοιο — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρύκτοις — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρύκτου — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρύκτους — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρύκτων — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρύκτῳ — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήρυκτα — ἀκήρυκτος unannounced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”